σύννυμφος

σύννυμφος
σύννυμφος
husband's brother's wife
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύννυμφος — ἡ, ΜΑ συνυφάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. παρά νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • συννύμφου — σύννυμφος husband s brother s wife fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννύμφους — σύννυμφος husband s brother s wife fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννύμφων — σύννυμφος husband s brother s wife fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννυμφε — σύννυμφος husband s brother s wife fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννυμφοι — σύννυμφος husband s brother s wife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννυμφον — σύννυμφος husband s brother s wife fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • συνυφάδα — και συννυφάδα, η, Ν καθεμιά από τις γυναίκες τών οποίων οι σύζυγοι είναι αδελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νύφη κατά το κουνιάδα (πρβλ. και σύννυμφος)] …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՐ — (ների, ից.) NBH 2 0414 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. ՆԵՐ կամ ՆԷՐ. (որպէս թէ Նուեր. նուանք). σύννυμφος connurus, janitria. Նուակից. համհարսն. հարսնակից կանայք երկուց եղբարց, կամ մի եւ նոյն առն ʼի հին օրէնս. էլթի. *Ասէ նոոմին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”